Στην κουζίνα υπάρχουν ορολογίες που όταν τις ακούμε ή διαβάζουμε δεν καταλαβαίνουμε το νόημα τους. Οι επαγγελματίες σεφ χρησιμοποιούν λέξεις για να περιγράψουν μια ολόκληρη τεχνική! Οι περισσότερες ορολογίες της κουζίνας βασίζονται στην Γαλλική γλώσσα.
Απαρέιγ-appareil: διαδικασία για τη διατήρηση του παρασκευάσματος με μείγμα μαριναρίσματος.
Αρομάτ-aromat: μυρωδικό ή άλλο προϊόν που το χρησιμοποιούμε για συμπλήρωμα γεύσης.
Ασεζονέ-assaisonner: προσθέτουμε αλάτι και μυρωδικά.
Γαρνιτούρα-garniture: συστατικά για πιο κομψή παρουσίαση των πιάτων .
Γκρατινέ-gratiner: το ρόδισμα ενός φαγητού που έχει καλυφθεί με μπεσαμέλ ή τυριά.
Γκριγιέ-griller: το ψήσιμο απ’ ευθείας πάνω στη σχάρα.
Εσσάνς-essance: συμπυκνωμένο υγρό που προήλθε από πύκνωση με βρασμό και εκχύλιση.
Ζαρντινιέρ-jardiniere: μείγμα από ποικιλία χορταρικών
Κανελέ-cannele: δημιουργώ με ειδικό εργαλείο ή με μαχαίρι ραβδώσεις .
Καραμέλ-caramel: λιωμένη και λίγο καμμένη ζάχαρη.
Κλαριφιέ-clarifier: κάνω διάφορα υγρά, ζωμούς ή βούτυρα πιο διαυγή.
Κονσομέ-consomme: διαυγής σούπα.
Κοντιμέντ-condiments: γευστικά υλικά όπως το αλάτι, πιπέρι, πάπρικα κ.λ.π.
Κορσέ-corser: το δυνάμωμα της γεύσης , με άλλον πιο δυνατό ζωμό.
Κουρτ μπουγιόν-court bouillon: ζωμός από αρωματικά χόρτα, βότανα, μπαχαρικά, κρασί ή ξύδι, για ενίσχυση σε ζωμούς ή σάλτσες.
Kουλί-coulis: πολύ πυκνή σάλτσα ή υδαρής πουρές.
Κροκάν-croquant: τα τραγανά παρασκευάσματα.
Κρουτόν-croutons: φρυγανισμένα κομμάτια ψωμιού με λιπαρή ύλη ή και διάφορα μυρωδικά, σε διάφορα σχήματα.
Μαρινέ-mariner: δίνω γεύση σε ένα υλικό μέσα σε κάποιο μείγμα.
Μασερέ-macerer: δίνω γεύση αφήνοντας κάποιο υλικό μέσα σε κρασί ή άλλο αλκοόλ.
Μασεντουάν-macedoin: μείγμα από ποικιλία φρούτων ή λαχανικών, κομμένα σε κύβους.
Μιζ αν πλας-mise en place: η προετοιμασία για το μαγείρεμα.
Μιζοτέ-mijoter: σιγανό ψήσιμο για πολύ ώρα.
Μιρεπουά-mirepoix: μείγμα σωταρισμένων λαχανικών και άλλων υλικών που προστίθεται στο φαγητό για παραπάνω γεύση.
Μουγιέ-moullier: προσθήκη νερού , ζωμού ή γάλακτος κατά τη διάρκεια του ψησίματος του φαγητού.
Μπεν μαρί-bain Marie: το ειδικό σκεύος με τα 2 τεμάχια, ώστα να μαγειρεύεται κάτι χωρίς ν’ ακουμπάει άμεσα στην εστία.
Μπουκέ γκαρνί-bouquet garni: μπουκέτο μυρωδικών από δάφνη, σέλινο,θυμάρι, μαϊντανό, για ζωμούς ή σάλτσες.
Μπορντούρ-bordure: διακόσμηση των εδεσμάτων.
Μπερέ-beurer: αλείφω ή βάζω βούτυρο.
Μπλανσίρ-blanchir: βρασμός ενός υλικού σε κρύο νερό μέχρι την πρώτη βράση. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποβάλλονται ακαθαρσίες, στυφή γεύση, πίκρα από τα τρόφιμα αλλά μπορουν να γίνουν και πιο μαλακά.
Μπουγίρ-bouilir: βράσιμο σε νερό
Μπουγιόν-bouillon: ζωμός από διάφορα υλικά μαζί με αρωματικά στοιχεία
Μπρινουάζ-brunois: λαχανικά κομμένα σε μικρούς κύβους.
Ντεμπουγιέ-depouller: η αφαίρεση του αφρού αλλά και λιπαρών ουσιών από την επιφάνεια του φαγητού.
Ντεμουλέ-demouler: ξεφορμάρω
Ντρεσέ-dresser: βάζω κομψά το παρασκεύασμα στο πιάτο
Παπιγιότ-papillote: τυλίγω σε χαρτί ή αλουμινόχαρτο ένα παρασκεύασμα για να το ψήσω.
Πασέ-passer: περνάω τους ζωμούς ή τις σάλτσες από σουρωτήρι(σινουά )για να αφαιρέσω ανεπιθύμητα υλικά .
Πουάντ-pointe: μια πρέζα, μια μικρή ποσότητα στην άκρη του κουταλιού.
Πωσέ-pocher: το μαγείρεμα σε νερό ή ζωμό που βράζει.
Ρεβενίρ-revenir: το τουμπάρισμα κι από τις 2 πλευρές του τροφίμου για να πάρει χρώμα.
Σιρ λε πλα-sur la plat: μαγειρεμένο στο σκεύος που σερβίρεται π.χ. σαγανάκι
Σουέ-suer:το πολύ ελαφρύ σωτάρισμα , το μάραμα ενός υλικού.
Σουφλέ-soufler: φούσκωμα κατά τη διάρκεια του ψησίματος σε όλα τα παρασκευάσματα.
Στιρ φράι-stir fry: τηγανίζω σε δυνατή φωτιά με ελάχιστη λιπαρή ύλη.
Σωτέ- saute: τηγάνισμα τρυφερών υλικών σε λίγη λιπαρή ύλη.
Τομπέ-tomber: το ψήσιμο ενός τροφίμου στο βούτυρο μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά του.
Φαρινέ-fariner: το αλεύρωμα ενός σκεύους ή ενός υλικού.
Φαρσί-farcir: γεμίζω με κάποιο μείγμα μια κρέπα, μια πίτα, κ.λ.π.
Φλαμπέ-flamber: ανάβω φωτιά με κάποιο αλκοολούχο ποτό σε ένα παρασκεύασμα ώστε μετά την εξάτμιση του αλκοόλ να μείνει μόνο η γεύση του.